-
1 ἀμφί-βολος
ἀμφί-βολος ( ἀμφιβάλλω), 1) umgeworfen, τὸ ἀμφ., das Gewand, Eur. λίνεα Troad. 537; vgl. Ion 1510 Herm.; Leon. Tar. 12 (VI, 296), das Netz. – 2) von allen Seiten geworfen, angegriffen, πολῖται Aesch. Spt. 280; Thuc. 4, 36; γίγνεσϑαι 4, 32 ( Arr. 3, 18, 8 πάντοϑεν ἀμφίβολοι γενόμενοι, Plut. ὑπὸ τῶν πολεμίων Camill. 34); διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ μᾶλλον γίγνεσϑαι ( Schol. ἑκατέρωϑεν βάλλεσϑαι), noch mehr in die Klemme gerathen, 2, 76. – 3) zweideutig, ungewiß, ὄνομα Plat. Crat. 437 a; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 35; φήμη Plut. Oth.; ἐν ἀμφιβόλῳ Luc. Mort. D. 1, 1; τὸ ἀμφίβ. καὶ ἀβέβαιον τῆς τύχης Luc. Char. 18; καὶ περισφαλὴς τύχη Plut. fort. Rom. 4; οἰνάριον Polioch. com. Ath. II, 60 c; κρίσις Arabi. 4 ( Plan. 148); vgl. Pallad. 104 (X, 65). Bei Leon. Tar. 24 (VI, 131) scheinen κάμακες ἀμφίβολοι von beiden Seiten treffende zu sein. – Adv. ἀμφιβόλως, zweideutig, Aesch. Spt. 845 Pers. 871.
-
2 αμφιβολος
21) накинутый, надетый(παρθένια σπάργανα, λίνα Eur.)
2) подвергающийся нападению с двух или со всех сторон(πολῖται Aesch.)
ἀ, γενέσθαι или εἶναι Thuc. — подвергаться круговому обстрелу, быть между двух огней3) обоюдоострый(κάμακες Anth.)
4) двусмысленный(ὄνομα Plat.; νόμος Arst.; χρησμός Plut.)
5) неопределенный, сомнительный, ненадежный(τύχη Plut.)
6) неуверенный, сомневающийся(ἀ. εἶναι ἔν τινι Plut.)
ἀμφίβολοι πλέομεν Luc. — мы плыли в нерешительности
См. также в других словарях:
αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek